καταβρεχομένη

καταβρεχομένη
καταβρέχω
drench
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταβρέχω — (AM καταβρέχω) βρέχω κάτι ολοκληρωτικά, μουσκεύω πάρα πολύ («δρῡς ἐν ὕδατι καταβρεχομένη», Θεόφρ.) νεοελλ. βρέχω κάτι σε όλη την επιφάνεια αρχ. 1. (για νερό) κατακλύζω, πλυμμυρίζω 2. φρ. «καταβρέχω σιγᾷ» επικαλύπτω με σιωπή («καύχημα κατάβρεχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”